- στάζει
- στάζωdrop: pres ind mp 2nd sgστάζωdrop: pres ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
στάζει — στάζω drop pres ind mp 2nd sg στάζω drop pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελισταγής — ές (Α μελισταγής, ές) 1. αυτός που στάζει μέλι («μελισταγής λόγος») 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
αδρόγαλη — η κατσίκα ή προβατίνα, που οι θηλές τών μαστών της έχουν εκ φύσεως μεγάλες οπές, από τις οποίες στάζει συνεχώς το γάλα χωρίς να τήν αρμέγει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + γάλα] … Dictionary of Greek
αιματοστάλακτος — και χτος η, ο (Μ αἱματοστάλακτος, ον) αυτός που στάζει αίμα, ο αιμοσταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σταλάζω] … Dictionary of Greek
αιματοσταγής — ές (Α αἱματοσταγής) αυτός που στάζει, που αχνίζει αίμα, ο αιμοσταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σταγής < στάζω] … Dictionary of Greek
αιματοσταλαγμένος — και σμένος, η ο αυτός που στάζει αίμα, ο αιμοσταγής· [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + σταλαγμένος < σταλάζω] … Dictionary of Greek